- ποθίερος
- -ον, Α(δωρ. τ.) ιερός, αφιερωμένος σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ἱερός, με τροπή τού -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- προ δασυνόμενης λ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσίερος — ὁ, Α ο ποθίερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἱερός] … Dictionary of Greek